αποστολικός

αποστολικός
-ή, -ό
επίρρ.
1. αυτός που έχει σχέση με τους Αποστόλους, τους συνεχιστές του έργου του Χριστού: Η χριστιανική εκκλησία λέγεται αποστολική επειδή την ίδρυσαν οι Απόστολοι.
2. το επίρρ., αποστολικά σημαίνει κατά τον τρόπο των Αποστόλων, με τα πόδια (όπως ταξίδευαν οι Απόστολοι).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἀποστολικός — sung on departure masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αποστολικός — ή, ό (ΑΜ ἀποστολικός, ή, όν) 1. αυτός που ιδρύθηκε από τους Αποστόλους ή ο σύμφωνος με τη διδασκαλία τους 2. ένθερμος («αποστολικός ζήλος») μσν. νεοελλ. (το ουδέτερο ως ουσ.) τὸ ἀποστολικόν 1. βιβλίο που περιέχει τις επιστολές της Καινής Διαθήκης …   Dictionary of Greek

  • νούντσιος, αποστολικός — Τίτλος που αποδίδεται σε ορισμένους ιεράρχες της Δυτ. Καθολικής Εκκλησίας, κατά κανόνα επισκόπους ή αρχιεπισκόπους, οι οποίοι αντιπροσωπεύουν επίσημα τον πάπα στις κυβερνήσεις με τις οποίες η Αγία Έδρα διατηρεί κανονικές διπλωματικές σχέσεις,… …   Dictionary of Greek

  • ἀποστολικά — ἀποστολικός sung on departure neut nom/voc/acc pl ἀποστολικά̱ , ἀποστολικός sung on departure fem nom/voc/acc dual ἀποστολικά̱ , ἀποστολικός sung on departure fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποστολικώτερον — ἀποστολικός sung on departure adverbial comp ἀποστολικός sung on departure masc acc comp sg ἀποστολικός sung on departure neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποστολικῶν — ἀποστολικός sung on departure fem gen pl ἀποστολικός sung on departure masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποστολικόν — ἀποστολικός sung on departure masc acc sg ἀποστολικός sung on departure neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποστολικώτατον — ἀποστολικός sung on departure masc acc superl sg ἀποστολικός sung on departure neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποστολικαῖς — ἀποστολικός sung on departure fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποστολικαί — ἀποστολικός sung on departure fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”