ἀποστολικός — sung on departure masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αποστολικός — ή, ό (ΑΜ ἀποστολικός, ή, όν) 1. αυτός που ιδρύθηκε από τους Αποστόλους ή ο σύμφωνος με τη διδασκαλία τους 2. ένθερμος («αποστολικός ζήλος») μσν. νεοελλ. (το ουδέτερο ως ουσ.) τὸ ἀποστολικόν 1. βιβλίο που περιέχει τις επιστολές της Καινής Διαθήκης … Dictionary of Greek
νούντσιος, αποστολικός — Τίτλος που αποδίδεται σε ορισμένους ιεράρχες της Δυτ. Καθολικής Εκκλησίας, κατά κανόνα επισκόπους ή αρχιεπισκόπους, οι οποίοι αντιπροσωπεύουν επίσημα τον πάπα στις κυβερνήσεις με τις οποίες η Αγία Έδρα διατηρεί κανονικές διπλωματικές σχέσεις,… … Dictionary of Greek
ἀποστολικά — ἀποστολικός sung on departure neut nom/voc/acc pl ἀποστολικά̱ , ἀποστολικός sung on departure fem nom/voc/acc dual ἀποστολικά̱ , ἀποστολικός sung on departure fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποστολικώτερον — ἀποστολικός sung on departure adverbial comp ἀποστολικός sung on departure masc acc comp sg ἀποστολικός sung on departure neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποστολικῶν — ἀποστολικός sung on departure fem gen pl ἀποστολικός sung on departure masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποστολικόν — ἀποστολικός sung on departure masc acc sg ἀποστολικός sung on departure neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποστολικώτατον — ἀποστολικός sung on departure masc acc superl sg ἀποστολικός sung on departure neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποστολικαῖς — ἀποστολικός sung on departure fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποστολικαί — ἀποστολικός sung on departure fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)